τελώνης — farmer masc nom sg τελωνέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… … Dictionary of Greek
τελῶνα — τελώνης farmer masc voc sg τελώνης farmer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Телоны — (Τελώνης, τελώναι) в Древней Греции откупщики податей, которые в Афинах не собирались государством, а отдавались с аукциона на откуп частным лицам. Название Т. было общим, откупщики же по отдельным статьям государственных доходов носили… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
τελωνῶν — τελώνης farmer masc gen pl τελωνέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελῶναι — τελώνης farmer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελώναις — τελώνης farmer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελώνην — τελώνης farmer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελώνου — τελώνης farmer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελώνῃ — τελώνης farmer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)